- έπαρση (σημαίας )
- la hissada
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.
έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ … Dictionary of Greek
έπαρση — η 1. ανύψωση, ύψωση, υψωμός, ψήλωμα: Έπαρση της σημαίας. 2. μτφ., αλαζονεία, περηφάνια, υπεροψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηλίδιο — το / στηλίδιον, ΝΑ [στήλη] υποκορ. μικρή στήλη νεοελλ. ναυτ. ξύλινο ή μεταλλικό επίμηκες δοράτιο τοποθετημένο κατακόρυφα στο πιο ακραίο τμήμα τής πρύμνης, το οποίο χρησιμεύει για την έπαρση τής σημαίας τού πλοίου, αλλ. στηλίδιο τής σημαίας αρχ.… … Dictionary of Greek
σημαιοστολισμός — ο, Ν 1. (σχετικά με χώρο ή κτήρια) ανάρτηση, τοποθέτηση σημαιών («για την εθνική επέτειο θα γίνει επίσημος σημαιοστολισμός») 2. μτφ. διακόσμηση, καλλωπισμός 3. ναυτ. α) «μεγάλος σημαιοστολισμός» η πρόσδεση σημαιών και σημάτων σε συρματόσχοινα από … Dictionary of Greek
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
αίρε — Ναυτ. κέλευσμα που τό χρησιμοποιούσαν παλαιότερα κυρίως στο πολεμικό ναυτικό για την έπαρση σήματος ή σημαίας, άρση τών πανιών, κεραίας ή σκότας κ.λπ. καθώς και για την ύψωση προς τα επάνω τής προτομής τών ναυτικών πυροβόλων. Γενικότερα είχε την… … Dictionary of Greek
σαντάρδο — και σταντάρδο, το, Ν 1. κοντός στην πρύμη πλοίου ο οποίος χρησιμεύει για την έπαρση τής σημαίας 2. (κατ επέκτ.) η σημαία τού πλοίου που είναι αναρτημένη στον κοντό αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. standard, ως επίθ. «καθιερωμένος, σταθερός», ενώ ως ουσ … Dictionary of Greek
φοινικίδα — η / φοινικίς, ίδος, ΝΜΑ 1. ύφασμα πορφυρού χρώματος 2. εκκλ. μικρή κόκκινη πινακίδα τοποθετημένη κάτω από εικόνα, που δηλώνει τί παριστάνει η εικόνα νεοελλ. ναυτ. το σήμα Β τού διεθνούς κώδικα σημάτων μσν. αρχ. κόκκινη σημαία τής οποίας η έπαρση… … Dictionary of Greek
σημαία — η τεμάχιο υφάσματος με το έμβλημα και τα ιδιαίτερα χρώματα κάποιου έθνους ή οργάνωσης: Έπαρση και υποστολή της σημαίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)